oh, arabella.
Το κρύο ηλιοβασίλεμα του χειμώνα είναι η τέλεια χρονική στιγμή για να απολαύσεις τον καφέ σου, να ηρεμήσεις και να σκεφτείς την αραμπέλα που σου έμεινε στο νου από την τελευταία φορά που ήπιες λίγο περισσότερο, ή ποιον θα σκοτώσεις στο μυαλό σου σήμερα. Και λες τι ωραία τα χρώματα και να το χρώμα των ματιών της στον ορίζοντα και πώς θα της πήγαινε αυτό το κόκκινο περιοδί σε φόρεμα και θέλω να βγω έξω να τα πιούμε τώρα και θέλω αναστολή, και στο τέλος που βγαίνεις δε μπορεί και καταλήγεις να παίζεις beer pong με τα κολλητάρια σου σε κανένα υπόγειο για να μη σπάσετε κανένα τζάμι επειδή κάποτε πρέπει να φύγεις από το ρομαντικό mode. Τι ωραίο που είναι το χρώμα στα σύννεφα τώρα, σαν τη φλεγόμενη ουρά εκείνης της καφετί γάτας που άναψα μια φορά γιατί με γρατσούνισε, τι ωραία τα χείλη της. Πού να γυρίζεις τώρα που σκουριάζει ο τόπος; τα πίνεις κι εγώ φοράω ακόμα χακί; να 'ρθω να σε βρω τώρα να σε ξεσκίσω, πάλι δε μου έφερες τίποτα να πιω. Πού είσαι αραμπέλα, πόσο σε θέλω σήμερα. Κι αύριο...